- κολοβώσῃ
- κολοβώσηι , κολόβωσιςmutilationfem dat sg (epic)κολοβόωdockaor subj mid 2nd sgκολοβόωdockaor subj act 3rd sgκολοβόωdockfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολόβωση — η (AM κολόβωσις) [κολοβώ] η ενέργεια τού κολοβώνω, ακρωτηριασμός, κολόβωμα αρχ. ελάττωση, σμίκρυνση … Dictionary of Greek
ακολόβωτος — η, ο [κολοβώνω] αυτός που δεν έχει υποστεί κολόβωση, δηλ. μείωση, περιορισμό … Dictionary of Greek
αναπήρωση — η κολόβωση τού σώματος, σακάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό ως απόδοση τού ιταλ. storpiαmento] … Dictionary of Greek
αναπηρία — η (Α ἀναπηρία) έλλειψη αρτιότητας τών οργάνων τού σώματος, ακρωτηριασμός νεοελλ. 1. έλλειψη πνευματικής ή ψυχικής τελειότητας ενός ατόμου 2. γεν. έλλειψη σε κάτι, χωλότητα, κολόβωση … Dictionary of Greek
κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… … Dictionary of Greek
κόλουσις — κόλουσις, ἡ (Α) [κολούω] βράχυνση, αποκοπή, κολόβωση (α. «ἡ τῶν ὑπερεχόντων σταχύων κόλουσις», Αριστοτ. β. «ἡ κόλουσις κωλύσασα τὴν εἰς τὸν ὄγκον βλάστην», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
κώφησις — κώφησις, ἡ (AM) [κωφώ] κολόβωση, αποκοπή μέλους τού σώματος … Dictionary of Greek
περικοπή — η, ΝΜΑ [περικόπτω] πληθ. οι περικοπές και αι περικοπαί εκκλ. αποσπάσματα ή τμήματα τής Αγίας Γραφής τα οποία διαβάζονται στις διάφορες ακολουθίες τής θείας λατρείας, όπως είναι τα μέρη τών Ευαγγελίων και τών Επιστολών τών αποστόλων, που… … Dictionary of Greek